Ήθελε πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο,
σαν του ψαριού στο δίχτυ τον τελευταίο ρόχγο.
Δεν κατάφερε παρά μόνο να διώξει
δυο μισόλογα
πίσω από τα χρυσά δόντια
μαζί με σάλια, πύον και σάπια αναπνοή.
“Μη φύγεις”, έβρισε.
“Φύγε!” ικέτευσε
και μεταμορφώθηκε σε περιστέρι
με σπασμένο φτερό.
Η ανάμνηση της κόρης έγινε
κοκάλινη οπτασία στο βλέμμα του
Και τότε -έτσι απλά- μαύρισε.
Σοφοκλής Λύμπος
(Από τη Συλλογή “Γουόκ,ραν”)